μαχμουρλίκι

μαχμουρλίκι
το
1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία
2. (κατ' επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαχμουρλίκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. η κατάσταση του μαχμουρλή. 2. μτφ., βαρυθυμία, ανορεξία, τεμπελιά: Όλη μέρα μαχμουρλίκι, πώς θα κάνεις οικογένεια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”